- λογιότητα
- [-ης (-ητος)] η учёность, образованность, просвещённость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογιότητα — η (AM λογιότης) [λόγιος] 1. η ιδιότητα τού λόγιου ανθρώπου 2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων μσν. αρχ. 1. ευφράδεια, ευγλωττία 2. λογικότητα αρχ. 1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους 2 … Dictionary of Greek
λογιότητα — η η ιδιότητα των λόγιων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογιότητα — λογιότης eloquence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την … Dictionary of Greek
Καλογεράς, Μακάριος — (Πάτμος 1688; – 1737).Λόγιος κληρικός, ιδρυτής της Πατμιάδας σχολής. Μετά τις σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε μοναχός στην ιστορική μονή της Πάτμου. Εκεί ίδρυσε το 1713 σχολείο, στο… … Dictionary of Greek
Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… … Dictionary of Greek
ελλογιμότητα — η 1. το να είναι κανείς αξιόλογος, ιδίως στα γράμματα, η λογιότητα. 2. ως τίτλος λογίων, επιστημόνων: Η ελλογιμότητά σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)